άτηκτος

άτηκτος
-η, -ο (AM ἄτηκτος, -ον) [τήκω]
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει
αρχ.
ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και -μελησία) [ατημελής]
παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά
νεοελλ.
αδιαφορία για το ντύσιμο και την ευπρεπή εμφάνιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄτηκτος — not melted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτηκτον — ἄτηκτος not melted masc/fem acc sg ἄτηκτος not melted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτήκτου — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτήκτων — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτήκτῳ — ἄτηκτος not melted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτηκτα — ἄτηκτος not melted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτηκτοι — ἄτηκτος not melted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՀԱԼԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 1044 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ԱՆՀԱԼ. ἅτηκτος non liquescens, non liquefactus *Եւ այսպէս փոխաբերելով բազում անգամ յերկաքանչիւրս, անհալական առ ʼի յերկոցունցն գործէր. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”